Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα.
Dieser text wurde 316 mal gelesen.