Τις στιγμές που θα σβήσουν τα φώτα
Και τα μάτια θα είναι ανοιχτά
Η ζωή θα κυλάει σαν ρόδα
Δίχως ρότα, δίχως πανιά
Ένα χέρι μες το σκοτάδι
θα ακουμπήσει στον ώμο βαριά
Στην αυλή καρτερούν τα λουλούδια τη δροσιά της αυγής, τα πουλιά
εδώ θλιμμένη χαραυγή στο όνειρο αχτίδα γιορτινή
εκεί μια άγνωστη φωνή στο σήμερα κραυγάζει να ακουστεί
και το φεγγάρι κόκκινο βουβό γνέφει σινιάλο στον καιρό
αν θέλεις μίλα του κι εσύ τα βράδια θα ’μαστε μαζί
μονάχα αέρας να φυσά και το όραμα μου να σκορπίζει
αυτή η νύχτα με ξυπνά με οδηγεί με αφυπνίζει
και ξάφνου πέφτει χιόνι, καλοκαίρια αγέρας δυναμώνει τη φωτιά
άνθρωποι τριγυρνάνε σαν σκυλιά κι η μοναξιά αλλάζει πρόσωπα