Γιατί, βρε άνθρωπε κουτέ,
δεν φιλοσόφησες ποτέ
στη σύντομη ζωή σου,
παρά κλαις και μαραζώνεις
και το κέφι σου χαλάς.
Κει που πήγαν τόσοι άλλοι,
και μικροί, μα και μεγάλοι,
κάποτε, κάποτε κι εσύ θα πας.
Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι
στη γη που περπατήσαν;
Πού πήγανε τόσες ψυχές
που κλάψαν κι αγαπήσαν;
Γιατί, βρε άνθρωπε, γιατί,
να τη θολώνεις τη ζωή
με το πικρό σου κλάμα;
Κάποιο τρένο θα περάσει
απ’ τη ζωή μας βιαστικό.
Τη βαλίτσα μας στο χέρι
κι ο Θεός μονάχα ξέρει
πού θα κά , πού θα κάνουμε σταθμό.
Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι
στη γη που περπατήσαν;
Πού πήγανε τόσες ψυχές
που κλάψαν κι αγαπήσαν;
Κάποιο τρένο θα περάσει
απ’ τη ζωή μας βιαστικό.
Τη βαλίτσα μας στο χέρι
κι ο Θεός μονάχα ξέρει
πού θα κά , πού θα κάνουμε σταθμό.