Σκύβει ο μάγος του βουνού στη μεγάλη γυάλα,
κάθισε στον ώμο του μαύρη κουκουβάγια,
βλέπει αγέλαστα μωρά και πικρούς παπούδες,
παλληκάρια ανάπηρα κι άσπρες πεταλούδες, πεταλούδες.
Στην αυλή μου φύτεψα ροβύθια,
ποιος θα πει στον κόσμο, στον κόσμο την αλήθεια.
Βλέπει ο μάγος του βουνού πείνα και πολέμους
και χαροκαμμένες γριές μέσ’ στους πέντε ανέμους,
βλέπει ένα παιδί μικρό να το κυνηγάνε
κι ολόισια στην καρδιά να το ντουφεκάνε, ντουφεκάνε.
Στην αυλή μου φύτεψα ροβύθια,
ποιος θα πει στον κόσμο, στον κόσμο την αλήθεια.