Πάει πέρασε, ας τ’ αφήσουμε όλα πίσω
κι έλα εδώ να σε φιλήσω. αδερφέ μου.
Ίδιο αίμα, πέτα το κακό στο ρέμα.
Ίδιο βυζί βυζάξαμε, αλλάξαμε με τον καιρό.
Αν δε μονιάσουμε τα δυο πώς θα μονιάσει το χωριό.
Ο Γιώργης κατάπιε σιωπή.
Η Αννούλα με το Γιάννη εκεί που ζούσανε μαζί
να ζει κανείς ή να μη ζει λένε και δε μιλούνε
και ο Μίμης με το Σταύρακα που ήταν φίλοι από παιδιά,
τσακώθηκαν μία βραδιά για να βρεθούν πρωτοχρονιά.
Πιάνει ο καθένας μια γωνιά
και ούτε που κοιτιούνται.
Και τα παιδιά με τα δεσμά
να παίξουνε δεν ημπορούν
αφού οι γονείς δε συγχωρούν.
Δύστροπος ο κυρ’ Μιχάλης σαν τον Εμπενίζερ κάνει
έχει κάβουρες στην τσέπη κι άνθρωπο δε θε να βλέπει.
Κι ο Θωμάς του κυρ’ Σωτήρη τονε είπαν κακομοίρη
και οι δυο με μάτια μαύρα είναι και με τα πλευρά σπασμένα
δε μιλούνε σε κανένα.
Και τα παιδιά με τα δεσμά
να παίξουνε δεν ημπορούν
αφού οι γονείς δε συγχωρούν.