Αγαπώ τα φτωχά τα κορίτσια
που πηγαίνουν δυο δυο στη δουλειά
και τα βράδια σε κάποια γωνίτσα
ζουν με τ’ όνειρο ενός βασιλιά
που θα `ρθει με μια κούρσα μεγάλη
να τα πάρει να φύγουν μακριά
απ’ της φάμπρικας τη βιοπάλη
απ’ της φάμπρικας τα δάκρυα.
Αγαπώ τα φτωχά τα κορίτσια
που πηγαίνουν δυο δυο στη δουλειά
και τα βράδια σε μια πλατεΐτσα
δοκιμάζουν τα πρώτα φιλιά.
Που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα
που `χουν ένα φουστάνι καλό
που είν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα
κι εχόυν βλέμμα πικρό και δειλό.
Αγαπώ τα φτωχά τα κορίτσια
που πηγαίνουν δυο δυο στη δουλειά
που κουρνιάζουν σε κάποια αυλίτσα
του χιονιά τρομαγμένα πουλιά.
Που ξεχνιούνται στο μπράτσο ενός ναύτη
ένα σούρουπο, μια Κυριακή
κι η καρδούλα τους γίνεται στάχτη
και παράπονο στη μουσική.