'Γώ 'μαι τ' απάχικο παιδί, τον κόσμο που τρομάζω
κι αν ιδώ τη χωροφυλακή, μεράκι δεν το βάζω.
Γκόμινες έχω έξ'-εφτά, να μια περιουσία
κι όλες τις πόρτες τριγυρνώ, κρυφά απ' την εξουσία.
Να ζήσουν οι απάχηδες της πόλης το καμάρι,
να ζήσουν κι οι απάχισσες που τραγουδούν με χάρη.
Αμάν, τις νύχτες τριγυρνώ και όλο τραγουδώ.