Από τις δέκα πίνω και σε σκέφτομαι
τα μάτια ανοιγοκλείνω κι ονειρεύομαι
τα φιλιά που χάριζες, τις φωτιές που μ’ άναβαν
πότε πήγε δώδεκα ούτε που κατάλαβα
Πήγε μία κι αρρωσταίνω, πήγε δύο και πεθαίνω
πήγε τρεις και είμαι λιώμα, που δε φάνηκες ακόμα
Οι ώρες που περνάνε με ραγίζουνε
σαν δάκρυα κυλάνε μου θυμίζουνε
Τα φιλιά που χάριζες, τις φωτιές που μ’ άναβαν
πότε πήγε δώδεκα ούτε που κατάλαβα