Δεν υπάρχουν λόγια να τον περιγράψω,
μια φωτιά θα σβήσω, εκατό θ’ ανάψω,
το πρωί με θέλει, με πουλάει το βράδυ,
και πεθαίνω δίχως χάδι.
Μοιάζει μ’ ένα κέρμα που `χει δύο όψεις,
μια να τον λατρέψεις, μια να μετανιώσεις,
σήμερα αγάπες, αύριο ούτε γράμμα,
μια στο γέλιο, μια στο κλάμα.
Λέει και ξελέει μα τον θέλω
σαν χαρτί με καίει και πεθαίνω,
σαν χαρτί με καίει και πεθαίνω,
λέει και ξελέει μα τον θέλω,
λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
και με κόβει σαν γυαλί,
λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
μα τον θέλω σαν τρελή.
Δεν υπάρχουν λόγια να τον ζωγραφίσω,
μια πληγή θα κλείσει, εκατό θ’ ανοίξω,
το πρωί δικός μου, άφαντος το βράδυ,
και πεθαίνω δίχως χάδι.
Μοιάζει μ’ ένα κέρμα που `χει δύο όψεις,
μια να τον λατρέψεις, μια να μετανιώσεις,
σήμερα αγάπες, αύριο ούτε γράμμα,
μια στο γέλιο, μια στο κλάμα.
Λέει και ξελέει μα τον θέλω
σαν χαρτί με καίει και πεθαίνω,
σαν χαρτί με καίει και πεθαίνω,
λέει και ξελέει μα τον θέλω,
λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
και με κόβει σαν γυαλί,
λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
μα τον θέλω σαν τρελή.
Λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
και με κόβει σαν γυαλί,
λέει και ξελέει, σαν χαρτί με καίει,
μα τον θέλω σαν τρελή.