Είχε πέσει ο ήλιος μέσα στον καθρέφτη μου
τύφλωνε τα μάτια, τύφλωνε τη σκέψη μου
είχαν έρθει φίλοι να μου πουν για σένανε
ούτε που μιλούσαν ούτε που ανασαίνανε
Άναψα τσιγάρο με τα ρούχα σου
ίχνος δε θα μείνει από σένανε
κι έριξα τη στάχτη μες στην κούπα σου
που ‘πινες τα χρόνια μου, έπινες και μένανε
Είχε βασιλέψει, το φεγγάρι έβγαινε
σπίτι μας οι τοίχοι πάνω μου όλοι πέφτανε
έφυγαν οι φίλοι, έκλαψα και κλείδωσα
μια φορά ακόμα πάλι εγώ την πλήρωσα
Άναψα τσιγάρο με τα ρούχα σου
ίχνος δε θα μείνει από σένανε
κι έριξα τη στάχτη μες στην κούπα σου
που ‘πινες τα χρόνια μου, έπινες και μένανε