Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα
κι είδα πουλιά πάνω στα δέντρα.
Σε μένα μερικά μιλούσαν,
για σένα όμως κελαϊδούσαν.
Ζεϊμπέκικο του Κάτω Κόσμου
χορεύει ο ηλεκτρισμός μου.
κι έτσι κρατώ κεριά σβησμένα
να βρω στα σκοτεινά εσένα.
Και δεν μπορώ να απολογούμαι
και συνεχώς να τιμωρούμαι.
Εγώ για σένα αιμοραγούσα,
το `ξερα: δε θα σ’ αποκτούσα.
Και πώς να σε διεκδικήσω
πρέπει φωτιές να διασχίσω.
Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα
κι είδα ξανά μια μαύρη πέτρα,
που στην καρδιά μου την πετούσες
και στον αέρα ισορροπούσες.
Πονάει για μένα ό,τι ανασαίνει
κι ό,τι στον κόσμο δεν πεθαίνει.
Συμπαραστέκονται μαζί μου
τ’ άψυχα και οι άγγελοί μου.
Πώς ν’ αρνηθώ αυτό που είμαι
και να γραφτεί: ενθάδε κείμαι.
Dieser text wurde 297 mal gelesen.