Πάω να βάλω το μπρίκι χύνω τον καφέ
το κεφάλι μου φρίκη, τα μάτια μου μπλε
ζεστή απ’ το κρεβάτι δίπλα μου σαν σταθείς
στου κορμιού σου τη θέα νιώθω πάλι ασφαλής.
Γιατί μάτια δεν έχω παρά μόνο για σένα
είσαι ότι έχω πιο ιερό
θε μου τα πόδια σου μοιάζουν τρένα
σε βάραθρο με οδηγούν να χυθώ.
Ούτε χίλια τραγούδια φτάνουν για να σου πουν
πως για σένα μονάχα τα πάθη μου επιζούν
όταν αφήνεις μωρό μου τις γάμπες σου γυμνές
τ’ ουρανού οι αγγέλοι αμαρτάνουν γι αυτές.
Κι ας μην έχει ελπίδα ούτε τύχη καμιά
μ’ αυτή τη μελωδία γίνομαι αληθινά
γλύπτης και ζωγράφος, φωτογράφος, ποιητής
στης ψυχής μου τα βάθη ν’ απαθανατιστείς.