Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα Songtexte

Με τους νεκρούς γονείς παρέα
στην πρόσκλησή μου ήρθαν μαζί
κι απ’ το Νταχάου οι αδελφές του
που καίγονταν φωτιές του Ηφαίστου
ήρθαν κι αυτές εδώ πεζή.
Τη δόξα του ήθελα να ζήσω
κι ήταν το γεύμα μια αφορμή
μα ήρθε παρέα με τους άλλους
δεμένους, απ’ τους αστραγάλους
και να τους διώξω ήταν ντροπή.
Ο Φραντς και η μητέρα Κάφκα
καθίσανε στον καναπέ
οι αδελφές και ο πατέρας
σταθήκαν όρθιοι, σαν αέρας
σαν τρεις αμίλητες πουπέ.
Έσβησα αμέσως τρεις λαμπάδες
κι εφτά κατάμαυρα κεριά
τις σκοτεινές μη δουν τις σκάλες
πόσες μου υπόσχονταν κρεμάλες
και τα ‘παιξα όλα μια ζαριά.
Τα χέρια του ήταν παγωμένα
και σαν χαρτιά μεταξωτά
καίω από λόγια σκουριασμένα
σε μαγαζιά βομβαρδισμένα
μας φωτογράφιζαν κλεφτά.
Ήτανε κόντρα ξυρισμένος
μύριζε αρώματα γλυκά
με ερέθιζε, σαν νικημένος
κι από παντού κυνηγημένος
όλα σ’ αυτόν αιρετικά.
Στο αυτί φορούσε σκουλαρίκι
και τατουάζ ως τον λαιμό
μιλούσε για ένα στρατοδίκη
μπλεγμένο σε μια διαθήκη
κι έναν παλιό εξορκισμό.
Και στο μαντίλι κάθε λίγο
έφτυνε αίμα μια γουλιά
με τακτ κρυφά και σκουπιζόταν
σαν πύργος κατεδαφιζόταν
λυσσούσαν γύρω του σκυλιά.
Μου είπε πως πάει νεκροταφεία
και κλαίει γι' άγνωστους νεκρούς
που πέρασαν την κόλασή τους
μ’ έξι καρφιά μες στην ψυχή τους
σε μαύρους, μοχθηρούς καιρούς.
Ψάχνοντας λέξεις τοίχο, τοίχο
για πάθη και για ηδονές
μου λέει: άρχισα να βήχω
κύριε Μάνο, θα πετύχω
τις αιμοπτύσεις για ποινές;
Άρχισε να μας παίζει πιάνο
και οι αδελφές του τα βιολιά
μα οι γονείς κλείσαν τ' αυτιά τους
μαζί με τ’ αμαρτήματα τους
λες πως ο γιος τους τρώει γυαλιά.
Ο Φραντς μου ζήτησε συγγνώμη
και μου μιλάει στα γαλλικά
να τον γλιτώσω απ' την αγχόνη
κι από το μαύρο που ζυγώνει
και που θα φθάσει ξαφνικά.
Και πράγματι ήρθε, τανκς και οβίδες
πουλιά από ατσάλι ο ουρανός
κι οι άνθρωποι χωρίς ελπίδες
γέμισε n πλάση μ’ αλυσίδες
κι ο κόσμος ο αυριανός.
Το γεύμα έτοιμο στην τρίχα
παντού χρυσά και ασημικά
Πρωτοχρονιά θαρρείς, πως είχα
ο Φραντς ξανάρχισε το βήχα
δεν είχε φως στα σωθικά.
Παρήγγειλε, ψαράκι γλώσσα
κι εγώ χρυσάφι στον ατμό
και συζητώντας για το πόσα
και μπορείς να γράφεις τόσα
χάσαμε τον λογαριασμό.
Ξάφνου ακούστηκε ο πατέρας
σαν τον Ιβάν τον Τρομερό:
«μην τρως» του λέει και «δεν κάνει»
στην κοπριά βάζεις λιβάνι
βούρδουλα θες κι όχι γιατρό.
Μην τρως σαλάτες με τα ψάρια
άχρηστος είσαι και μισός
οι Εβραίοι τρων μαργαριτάρια
με τσάι, καφέ και με φεγγάρια
γι αυτό είμαι ολόκληρος χρυσός.
Ποτέ δε θα 'χεις, αμνηστία
κι αυτό γιατί το θέλω εγώ
αυτά που γράφεις είναι αστεία
και της κατάντιας σου η αιτία
λεφτά να βρεις να σ' ευλογώ.
Και πώς, γιατί να μας καλέσεις
σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό;
μόνο να κάνω υποθέσεις
γι' αυτές τις ύποπτες τις σχέσεις
μπορώ και δεν αυτοκτονώ.
Αυτό δεν ήτανε πια γεύμα
αυτό ήταν Δείπνος Μυστικός
που όλα θα τέλειωναν στο αίμα
και σαν αρρώστια σ' ένα δέρμα
που είχε σειρά ο πανικός.
Κλαίγαν οι αδελφές στην άκρη
κι η μάνα τους με σπαραγμό
η Πράγα φταίει, η Πράγα αγκάθι
σαν κόκαλο ψαριού μου εστάθη
στον χάρτινο μου τον λαιμό.
Dieser text wurde 117 mal gelesen.