Τα χέρια στην ανάταση τα πόδια ανοιχτά
τα μάτια κολλημένα στον τοίχο
Σε ψάχνω σε γνώριμες φωνές και ουρλιαχτά
κι όλο ελπίζω κάπου να σε πετύχω
Εκείνα που αγάπησες πουλιούνται φτηνά
αστράφτει και ρίχνει μαχαιριά
Στον πάτο της κόλασης σε ρίξαν ξανά
Άγγελοι με βρώμικα χέρια
κι όμως εσύ ανασαίνεις
κι όμως εσύ ανασαίνεις
κι όμως εσύ ανασαίνεις
Ποτέ σου δε βολεύτηκες κι εσύ σαν παιδί
στην πλάτη κουβαλάς την ευθύνη
στα βράδια λυτρώνεσαι απ’ αυτή τη χλιδή
με σπίρτα, με στουπί και βενζίνη
Κανένας δε σε ξέρει δε σε θέλει κανείς
κανένας δε ρωτάει ποιος είσαι
Παράνομα ζεις κι όσο ζεις ενοχλείς
επίσημα λοιπόν αγνοείσαι
κι όμως εσύ ανασαίνεις
κι όμως εσύ ανασαίνεις
κι όμως εσύ ανασαίνεις