Γύριζα ρεμάλι κι αλήτης μες στους δρόμους
έκανα και δέκα χρόνια φοιτητής,
ζούσα μες στη νύχτα και έπινα ουίσκι
σπίτι κι αν δεν είχα, ήμουν ευτυχής.
Μετά βρήκα μια γυναίκα κι έγινα πατέρας,
άραξα υπάλληλος, κοιμόμουνα νωρίς,
όμως μου `χε μείνει του δρόμου το κουσούρι
και στο χρόνο επάνω τα `φτυσα ευθύς.
Το δρόμο ξαναπήρα χωρίς φράγκο στην τσέπη
παλιό είναι το παιχνίδι, το έμαθα καλά,
στην πόλη αυτή που όλοι να γονατίζουν πρέπει,
εγώ είμ’ ένα ρεμάλι μ’ ελεύθερη καρδιά.
Το `βαλα σκοπό μου στον κόσμο ν’ αποδείξω
πως δεν τα χρειάζομαι καθόλου τα λεφτά,
πήρα την απόφαση ν’ αναποδογυρίσω
τα πάνω και τα κάτω, τα πριν και τα μετά.
Κι αν μέχρι να γεράσω δε θα `χω καταφέρει
αλήθεια να τα κάνω τα σχέδια τα τρελά,
θα γίνω ένα ρεμάλι με κάτασπρο κεφάλι
που όμως θα κολυμπάω σ’ εφηβικά νερά.
Το δρόμο ξαναπήρα χωρίς φράγκο στην τσέπη
παλιό είναι το παιχνίδι, το έμαθα καλά,
στην πόλη αυτή που όλοι να γονατίζουν πρέπει,
εγώ είμ’ ένα ρεμάλι μ’ ελεύθερη καρδιά.