Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος,
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, καλέ χαρά σου!
Άκου! Νησιά, στεριές της γης, έμαθαν τ’ όνομά σου.
Εδώ `ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πριν όλοι χάσουν τη ζωή κι εγ’ όλη τη πνοή μου.
Να μείνεις χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι,
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.
Κοίταξα γρήγορα, γοργά αχ πού `ν ο δοξασμένος
γύρω σαΐτεψα ματιές αχ πού `ν ο παινεμένος.
Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.