Ήρθε επιτέλους η στιγμή
που `ναι για μένα μια γιορτή
δεν σας τ’ αρνιέμαι,
μας στη γωνιά μου να βρεθώ
στην πολυθρόνα να χωθώ
και να κουνιέμαι.
Παίρνω την γάτα μου αγκαλιά
και μες στο τζάκι μου η φωτιά
να σιγοκαίει
κι εφημερίδα πιο συχνά
για πόλεμους και για λεφτά
άστην να λέει.
Αχ τι ωραία η ζωή,
η πολυθρόνα η κουνιστή
με πάει και με φέρνει
και μια πεντάρα τσακιστή
δεν δίνω αν έξω η βροχή
τον κόσμο δέρνει.
Ήμουνα έξυπνο παιδί,
το λέγαν όλοι δηλαδή
στην γειτονιά μου
γιατί σε κάθε μακελειό
έτρεχα πάντα να κρυφτώ
στη κάμαρά μου.
Κι από το κάδρο ο παππούς
που `χε γεννήσει έξι γιους
τώρα μου γνέφει
πως έχω γνώση και μυαλό
και πως εκτίμηση γι’ αυτό
πολύ μου τρέφει.
Αχ τι ωραία η ζωή,
η πολυθρόνα η κουνιστή
με πάει και με φέρνει
και μια πεντάρα τσακιστή
δεν δίνω αν έξω η βροχή
τον κόσμο δέρνει.
Ήρθε επιτέλους η στιγμή
που `ναι για μένα μια γιορτή
δεν σας τ’ αρνιέμαι,
μας στη γωνιά μου να βρεθώ
στην πολυθρόνα να χωθώ
και να κουνιέμαι.
Σας δίνω μία συμβουλή,
μια πολυθρόνα κουνιστή
κι εσείς να βρείτε
κι απ’ το παράθυρο μακριά
όμορφα η ώρα θα περνά
να θυμηθείτε.
Αχ τι ωραία η ζωή,
η πολυθρόνα η κουνιστή
με πάει και με φέρνει
και μια πεντάρα τσακιστή
δεν δίνω αν έξω η βροχή
τον κόσμο δέρνει.
Dieser text wurde 656 mal gelesen.