Δίψασα, δίψασα στην έρημο
και νερό δε μου `φερες,
και νερό δε μου `φερες,
κι έλεγες πως ήσουν αδερφός μου.
Και γέλασες μ’ εμένανε
που κάποτε, αδερφέ μου,
ξεδίψασε το αίμα μου
τη δίψα όλου του κόσμου,
και έλεγες πως ήσουν αδερφός μου.
Δίψασα, δίψασα στην έρημο
και νερό δε μου `φερες,
κι ήρθε, το παγούρι του,
ήρθε να μου δώσει ο εχθρός μου,
κι έλεγες πως ήσουν αδερφός μου.
Μα τη ζωή μου κι αν χρωστώ
στον ορκισμένο μου εχθρό,
εγώ ξανά το αίμα μου
θα στάξω για τον αδερφό,
τον αδερφό που δίψαγα
κι αυτός νερό δε μου `φερε,
δε μου `φερε.