Μες στην παλάμη μου κρατώ το σπίτι
και το βάφω σαν λύκος
και με χρώμα λύκου.
Έξαφνα εκείνη κολυμπά σαν κύκνος
κι ανεμίζει τη σημαία μιας ελευθερίας δακρυσμένης
ανυποψίαστη ακόμα για την παρθενιά της.
Οι φίλες ξεκολλούν την αποτρόπαιη μάσκα της μητέρας
και φανερώνουν το πρόσωπο τους
άβαφο και γερασμένο, χορός παρθένων
με τα μαύρα ρούχα και με το λευκό τους πρόσωπο,
ανάποδος χορός νυφών
με τ`άσπρα ρούχα και το σκοτεινό τους πρόσωπο.
Λύκε, ω λύκε, μια μελαγχολία.
Μέσα στην παλάμη της κρατά την παρθενιά,
σκήπτρο της μέλλουσας ζωής της δίχως εξουσία.
Κλαίγοντας θ`αρμενίσει ο κύκνος της ελευθερίας
και τιμωρημένος.