Ο ήλιος βγαίνει το πρωί
Και ψάχνει μέρος να κρυφτεί
Σ’ αυτήν την πόλη που δε μου ’κανε χατίρι
Μαλώνω μ’ ένα ξυπνητήρι
Φτιάξε με όπως θες εσύ
Και μάσησε μου την τροφή
Τις τσιμεντένιες σου τις ρίζες προσκυνάω
Και στα φανάρια σταματάω
Σ’ αυτήν την πόλη που μυρίζει το νερό
Στον καναπέ ψάχνω την τύχη μου να βρω
Έχω παράθυρο που βλέπει προς την δύση
Όμως μου το ’χουνε σφραγίσει
Σαν της αράχνης τον ιστό
Παραμονεύει να πιαστώ
Αυτή η πόλη που στην ώρα της ξυπνάει
Και την ουρά της κυνηγάει
Από το χέρι με τραβάς
Στο βουητό της αγοράς
Ότι σου χάρισα μαζεύω απ’ τον δρόμο
Κι ότι μου δάνεισες πληρώνω.
Dieser text wurde 465 mal gelesen.