Όταν χωρίζ’ η νύχτα απ’ την αυγή
και μια φωτιά ψηλά τα σύννεφα ματώνει
του Μυρμιδόνα Βασιλιά η τρανή κραυγή
τους αντιπάλους του σαν άνεμος παγώνει.
Ιδρώνουν τ’ άλογα στης μάχης τη βοή
κι’ ανοίγουν δρόμο στον Ημίθεο Αχιλλέα
πάνω στο άρμα του παλεύει η ζωή
ζωή και θάνατος καλπάζουνε παρέα.
Ράγισε ο ήλιος και δακρύζει σαν παιδί
το φως του κρύβει στ’ ουρανού την άδεια στράτα
Τρώες κι’ Αργείτες σαν θεριά με το σπαθί
δε λογαριάζουν του θανάτου τη χαλάστρα.