Πάλι η πλατεία άδειασε και σβήσανε τα φώτα
κι όπως τα χρόνια φεύγανε
και τα όνειρα μας παίρνανε
ένας βοριάς σερνότανε
σαν φίδι μες στα χόρτα,
Πώς να σου μιλήσω πες μου
η ζωή μας χάθηκε
φεύγει ο χρόνος
και ο πόνος
σα μπουκιά-μπουκιά ψωμάκι
στο λαιμό μας στάθηκε.
Το καφενείο σκοτεινό το σινεμά δεν παίζει
και το Σαββατοκύριακο
κομμάτια είναι κοίτα το
σαν τα κομμάτια του ψωμιού
στης φτώχειας το τραπέζι.