Προσφυγάκι κι αλανιάρης,
τέκτο άγνωστου πατρός
κι ένας σάκος ταξιδιάρης
νά’ ναι όλο μου το βιός.
Δες στα χέρια μου οι ρόζοι.
σου γυρεύουνε δουλειά,
μ’ ένα τρύπιο πορτοφόλι
δε χορταίνει η καρδιά.
Όπου βρω το λέω σπίτι
και γυρεύω ζεστασιά
κι ας μην έχει η πόρτα σύρτη,
ούτε εγώ μια αγκαλιά.
Εμιγκράκι στην ορφάνια
με την τσέπη αδειανή,
ως τη δύση πλένω τζάμια
μ’ ένα βρωμικο πανί.
Για κρεβάτι δυο χαρτόνια
στριμωγμένος μ’ άλλους τρεις,
να `χω όνειρο για χρόνια
να κοιμάμαι ασφαλής.
Dieser text wurde 208 mal gelesen.