Άρκον ποννά με παίρνουσιν οι τέσσερις κ̌ι εμέναν,
μέσ’ κ̌ειν την ανακατωχ̌ιάν
έλα κ̌ι εσού στην εκκλησιάν,
μεν αντραπείς κανέναν.
Αγάπουν σε εξωψυσιής κ̌ι εννά σε καταχνώσουν·
αν είσαι κόρη σπλαχνικ̌ή,
μεν περαρκήσεις, έρκου κ̌ει,
πριχού να με λουκκώσουν.
Τους ζωντανούς εν πόχουσιν
μάχ̌ην κ̌ι εν τους χωνεύκουν,
τους πεθαμμένους συγχωρούν·
ε φούχτα χώμαν κ̌ι εν μπορούν,
κόρη, να τους παιδεύκουν.
Ππέφτει τους πκιον μακάριση κ̌αι ψυσικόν διούσιν,
γιατί ‘πού τον ψεματινόν πηαίνουν στον αληθινόν κόσμον,
κ̌ι εννά κριθούσιν.
Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις, με σαραντάριν,
μήτε στον χρόνον λουτουρκάν, πάρουμουν για παρηορκάν
κάμε μου τουν την χάριν.
Βούττημαν ήλιου κ̌ι ύστερις τέλεια ποννά σιγράσει
κ̌αι πόνν’ αδκειάσουν τα στενά,
πον έχ̌ει πλάσμα να περνά,
για να σε ξηφαράσει
έλα κ̌ι εσού στο μνήμαν μου
κ̌αι μες στον μπότην άψε
αϊταφίτικον κ̌ερίν,
κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
νομάτισ’ με κ̌αι κλάψε.