Αυτόν που περίμενα να `ρθει στο κατώφλι μου
αυτόν που ονειρεύτηκα χωρίς να τον ξέρω,
περάσανε Άνοιξες, περάσαν Φθινόπωρα,
κι ακόμα δεν φάνηκε γι’ αυτό υποφέρω.
Θα `ρθει, θα `ρθει, στην καρδιά μου τον κλείνω,
μα δε θα `ρθεί ποτέ, ποτέ, και πεθαίνω και σβήνω,
και πεθαίνω και σβήνω.
Αυτόν που περίμενα, χαρά μου κι ελπίδα μου,
να μπει μες στις φλέβες μου και αίμα να γίνει,
τον δρόμο του έχασε κι ακόμα δεν φάνηκε,
σκοτείνιασε γύρω μου κι ο ίσκιος του σβήνει.
Θα `ρθει, θα `ρθει, στην καρδιά μου τον κλείνω,
μα δε θα `ρθεί ποτέ, ποτέ, και πεθαίνω και σβήνω,
και πεθαίνω και σβήνω.