Κάτια Δανδουλάκη - Οι φόβοι του μεσημεριού Songtexte
Οι γρίλιες μου φέρνουν την αντηλιά από το απέναντι σοκάκι
σιωπή, ακόμα και η βρύση σταμάτησε να στάζει
όλα είναι λουσμένα στο μεσημέρι
όλα είναι σιωπή και φόβος
μόνο μια μύγα δεν κουράστηκε να φέρνει κύκλους
μες το καυτό το απομεσήμερα με μάτια ορθάνοιχτα
παρακολουθώ μηχανικά τους επίμονους περίπατους της
Μες το δωμάτιο πλανιέται ακόμα η μυρουδιά του δεκαπενταύγουστου
Η Μαρία ήρθε αμέσως μετά την εκκλησία ντυμένη στα κόκκινα
και φεύγοντας ξέχασε πάνω στην καρέκλα της
ένα ματσάκι βασιλικό και ριζμαρί που συνήθιζε να βάζει μες στα σφιχτά της στήθη
Τα μάτια μου έπεσαν στο ασυμμάζευτο ακόμα τραπέζι της Κυριακής
κανείς δεν είχε την δύναμη την ώρα τούτη την περίεργη να το συμμαζέψει
όλοι περιμέναμε να έρθει το απόγευμα
όλοι περιμέναμε να σβήσει το μεσημέρι
Οι φόβοι που με κυρίευαν άρχιζαν πέρα από την κλεισμένη πόρτα του δωματίου
πιο κει ήταν το δέος, η άγνοια,
η ακατανόητη πικρά που σου άφηνε η ζωή
στα άπλετο φως του καλοκαιριού
η σκιά του απογεύματος μεγάλωνε
οι αυλές γεμίζανε δροσιά οι πόρτες άνοιγαν
οι φόβοι του μεσημεριού ξεθώριαζαν
έτσι καθώς δινόμουνα σιγά στην αγκαλιά της νύχτας
Ήσουνα πάντα με την παρέα του Γιάννη
και όταν σε έβλεπα από μακριά
μια χαρά πρωτόγνωρη γέμιζε την καρδιά μου
οι χτύποι τηςδυναμωναν
και όταν πια συναντιόμασταν
τα μάτια σου γινόντουσαν πελώρια
και ένα παίξιμο στα χείλη σου πρόδινε την αγάπη
ήταν η ώρα που η σκιά έφτανε μέχρι τις γέρικες ελιές του θείου Γιώργου
Δε θυμούμαι πια ποτέ σταμάτησα να σε συναντώ
Την ώρα τούτη που η βρύση σταμάτησε να στάζει
και που η μανά δεν ονειρεύεται στο διπλανό κρεβάτι
μόνο μια μύγα βουίζει επίμονα μέσα σε ένα δωμάτιο
Όπου πια δεν υπάρχει παρά το κενό