Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ έφυγε αγνώριστη κ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσά μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κι είναι λησμονημένη;
Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;
Dieser text wurde 384 mal gelesen.