Εγώ δεν βρήκα όνομα,
δεν βρήκα γειτονιά.
Ταξίδευα και γέλαγα
σε σένα και στα πέλαγα
και άνοιγα πανιά.
Ψηλά και αλλού αρμένιζα
στο πλάι χωρίστρα χτένιζα
και άγιος ο θεός.
Γυρίσαν όλα ανάποδα,
τα δίποδα τετράποδα,
οι πρώτοι γίναν δεύτεροι
κι οι από πίσω μπρος.
Κρεμάστηκαν εξώφυλλα
όλα τα μαρουλόφυλλα
και βγήκαν πρωτοσέλιδα
τα βούρλα και τα σέλινα.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Θα μου πέσει ο καφές.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Έχει απ’ όλα ο μπαξές.
Στο Μπούρτζι και στο Ναύπλιο
τα είχα μ’ ένα ναύκληρο
και μ’ ένα θερμαστή.
Ο πρώτος όλο μίλαγε,
ο δεύτερος δεν φίλαγε.
Τι να ’κανα η φτωχή;
Πήγα μπάνιο, πήγα μπάνιο
μ’ έναν τρίτο καπετάνιο
και το μάθανε κι οι τρεις,
κι άιντε να κρυφτείς.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Θα μου πέσει ο καφές
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Θα μου μείνει κι ο λεκές.
Χριστέ μου, αγκυροβόλησα,
με βρήκα και με γνώρισα,
απ’ τη σαβούρα χώρισα
κι απ’ το σκουπιδαριό.
Δε θέλω εγώ παπλώματα,
καλάμια και δολώματα.
Ήπια το ποτηράκι μου
και μπήκα στο χορό.
Κι είπα "γεια χαρά" στα αφεντικά
και σήκωσα δικό μου μπαϊράκι.
Όσο πιο ψηλά, τόσο πιο καλά,
δεν μπορώ πλερέζες και φαρμάκι.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Θα μου πέσει ο καφές.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Kρυφακούει ένας χαφιές.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Θα μου πέσει ο καφές.
Καλέ, πώς τα λες!
Καλέ, πώς τα λες!
Κι ας ακούει κι ο χαφιές.