Στο συρτάρι χαρές, ωραίες Κυριακές
που έγιναν σκιές και χάθηκαν στο χθες.
Ήσουν φως, του έρωτα Θεός
μα πέρασε ο καιρός και έγινες καημός.
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
Μόνη κι άλλο πρωινό σε σπίτι αδειανό
σε ζητώ… σ’ αγαπώ…
Στο συρτάρι το ανοιχτό το γράμμα το παλιό
κοιτάζω κι απορώ πώς φτάσαμε εδώ.
Γράφεις για, για ταξίδια μαγικά,
μου έταζες χαρά μα έγινες θηλιά.
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
Μόνη κι άλλο πρωινό σε σπίτι αδειανό
σε ζητώ… σ’ αγαπώ…
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
Dieser text wurde 311 mal gelesen.