Κάποιος άγνωστος αλήτης τριγυρίζει
κάθε βράδυ στη δική μου γειτονιά,
χαμήλώνει την τραγιάσκα και δακρύζει, ω, ω, ω
και τον χάνω στου σπιτιού μου τη γωνιά,
χαμήλώνει την τραγιάσκα και δακρύζει, ω, ω, ω
και τον χάνω στου σπιτιού μου τη γωνιά.
Τον πλησίασα μια νύχτα με συμπόνια
κι ένας πόνος με αγκάλιασε φριχτός,
ήτανε φίλος μου χαμένος απο χρόνια, ω, ω, ω,
μιας σατράπισσας το θύμα και ρερο.
Αρχοντόπουλο με πλούτη και παλάτια
που δεν ήξερε τι είχε μια φορά,
την καρδιά του είδα να γίνεται κομμάτια, ω, ω, ω
και στης μοίρας του να βάζει συμφορά.