Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να `χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούσ’ ο κύριος Δικαστής
Κυνηγούσε τα θηρία
Κι αγαπούσε μια Κυρία
Ώς την ώρα που η τρελή
Πνίγει την μικρή Κυρία
Που τη νόμισε παιδί
Κ’ έτσι ο Δικαστής μονάχος
Προτιμά να σκοτωθεί
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Θάψανε το Δικαστή
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και την πίκρα μου ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια νύφη ερημική
Που σαν τέλειωσεν ο γάμος
Έφυγε ο γαμπρός το βράδυ
Και δεν ήρθε την αυγή
Έτσι η νύφη στολισμένη
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Έγινε κι αυτή κραυγή
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και το στήθος μου ξεσκίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζουν τρεις γέροι μοναχοί
Δε μιλάν δεν τραγουδάνε
Δεν πεινάν ούτε διψάνε
Μόνο κλαιν και προσκυνάνε
Τα χορτάρια και ζητάνε
Απ’ το χώμα μιαν ευχή
Μα εκεί κάτω στο ποτάμι
Δε φυτρώνει η προσευχή