Ο Μανωλιός
έτσι κι αλλιώς τα μπάλωνε.
Μονάχος ζούσε, μόνος μιλούσε
και μόνος μάλωνε.
Στα όνειρά του
κι εκεί μονάχος παραυρισκότανε
κι ονειρευόταν
κι όταν ξυπνούσε κι όταν κοιμότανε.
Ήτανε λέει το παλληκάρι
καβάλα στ’ άτι του
που όλο νικούσε και όλο έπεφτε
απ’ το κρεβάτι του.
Και ένα βράδυ
στα όνειρά του είδε τον έρωτα,
μια πριγκιπέσα που την φυλάγαν
δράκοι και τέρατα.
Κι ενώ τους ρίχτηκε
για να την σώσει και να την πάρει
πέφτει στη μάχη κι εκείνη έκλαιγε
το παλληκάρι.
Όταν τον γύρεψαν
μετά τρεις μέρες κάτι γειτόνοι του
είδαν πως πνίγηκε πάνω στον ύπνο του
με το σεντόνι του.
Dieser text wurde 328 mal gelesen.