Τι με ρωτάς μανούλα μου, πώς είμαι και τι κάνω,
μαραίνουμαι σαν το δεντρί και τη ζωή μου χάνω.
Δεν ήθελες να παντρευτώ, μ’ αυτόνε π’ αγαπούσα,
γιατ’ ήταν μάνα μου φτωχός, δε θα καλοπερνούσα.
Με έδωσες σε πλούσιο, για να ’μαι ευτυχισμένη,
ο πόνος που `χα μάνα μου, μεσ’ στην καρδιά μου μένει.
Με μάρανε μανούλα μου, χάνουμαι, δε θα ζήσω,
και με πικρό παράπονο τα μάτια μου θα κλείσω.