Μετά το πάρτι οι προσκαλεσμένοι
θα πέφτουν στο γρασίδι νικημένοι
θα τρέχουν στα λειβάδια υπηρέτες
οι νέγροι θα φιλάνε τις τρομπέτες
θα τρίζουνε του ονείρου οι μεντεσέδες
θα αχνίζουνε στον ήλο οι καφέδες
θα καίνε οι Κινέζοι το λιβάνι
δυο πίθηκοι θα λένε το φλιτζάνι.
Και θα `μαι πάλι χύμα και χαμένος
στο ψεύτικο υλικό που είμαι φτιαγμένος.
Δεν θυμάμαι που έχω παρκάρει το άδειο μου βλέμμα
και σε ποιο ακρωτήριο φρενάρει της ζωής που ο γκρεμός
μία φάση περνάω κι εγώ, μην το κάνουμε θέμα
στης πισίνας το χλώριο ασπρίζει ο παλιός μου θυμός
ζαλισμένος με άδειο στομάχι θα πιω ένα ακόμα
θα πιω για το δρόμο, για τον άγραφο νόμο
που μου κλείνει το στόμα.
Μετά το πάρτι έρχεται η Φαίη
στα γόνατα διπλώνεται και κλαίει
τινάζει με παράπονο τα χέρια
αόρατα ταΐζει περιστέρια
ξυπνάω με τον ίδιο εφιάλτη
τον έρωτά μου τον μαχαιροβγάλτη
και ψάχνω για σημάδι στο κορμί της
και τρόπο για ν’ αλλάξω τη ζωή της.
Μα είμαι πάλι παραστρατημένος
αγέννητος μαζί και πεθαμένος.