Εβγήκε ο ήλιος γελαστός,
κι εγώ της νύχτας ναυαγός
προσμένω να με σύρουν
σε άλλους τόπους απ‘το χθες,
στης ευτυχίας τις ακτές
τα κύματα του ονείρου.
Όνειρα όποιος δε θωρεί,
φτερά να δώσει δεν μπορεί
και χρώμα στην χαρά του.
Καλλιά να μένει ξυπνητός,
αφού ο ύπνος αδερφός
λογάται του θανάτου.
Dieser text wurde 248 mal gelesen.