Το μουσώνι φορτσάρει Φλεβάρη μήνα
απ’ τον Περαία φεύγει Πικρίας ποίημα
σαλπάρει ο Κόλιας, περνάει τη λίνια
πια είναι βαπόρι, χωρίς φινιστρίνια
Ακρόψυχο, πλέον, στίγμα η γοργόνα
ενώ μι´ άλλη ρωτά για Μακεδόνα
μα μ’ ένα στόμ’ απορούν, Madonna mia
πώς απ’ την ξηρά, συ πήρες Καββαδία
Madonna mia, grande λάθος, αδικία
απ’ την ξηρά δεν παίρνεις Καββαδία
και δεν τον στέλνεις στα Ηλύσια Πεδία
γι’ αυτόνε η δόξα δεν έχει αξία
αυτός ποθεί για την ψυχή του Μαρσίλια
με τα βαπόρια του γύρω περιστύλια
Buοnasera, Nico! ( Μτφ: Καλησπέρα, Νίκο! )
Madonna mia! Come mi sono trovato qui; ( Μτφ: Παναγία μου! Πώς βρέθηκα εδώ;)
Lo corpo tuo gelato ( Μτφ: Το σώμα σου παγωμένο )
ξέμπαρκο και φευγάτο
in su la foce della vita trovai ( Μτφ: στις εκβολές της ζωής ευρήκα )
μ’ άγνωστο φόβο να κοιτάει).
Tobacos, cigaros, φουμάρουν οι ναύτες
σινιάλο στέλνουν σε βαπόρια και βάρκες
πως ο μαρκόνης, αλάργα έχει φύγει
το μετζαρόλι του, χαμσίνι τυλίγει
Σταυρός του Νότου, με πνοή Καββαδία
άκου, αχεί μες στα Ηλύσια Πεδία
μα ο Κόλιας ριμάρει με πανουργία
ψυχών Μαρσίλια, σαν ζωής Μασσαλία