Απλωμένα τα χρόνια μου σε μια λέξη
που δεν είπες κι αρνήθηκα να με κλέψει
με μια λέξη λιγότερη περιμένω
και στης λήθης το φόρεμα την υφαίνω.
Περιμένω τη νύχτα μου να με πάρει
να ντυθώ το σκοτάδι της και τη χάρη
να με πάρει στ’ ανείπωτα, στα μισά, στα κρυμμένα
στη φωτιά που δεν άναψε μάτια μου, για κανένα.
Φεύγω μακριά,
τ’ όνομά μου δεν θυμάμαι πια.
Στα κρυμμένα, στ’ ατέλειωτα να χαρίσω
τη φωτιά που δεν άναψες, μα θα σβήσω
θα χαρίσω της λύπης μου την αγρύπνια
το σκοτάδι που μ’ έδωσε για τ’ αγρίμια.
Της αγρύπνιας τα δόρατα και τη φόρα
να κοιμίσω με τάματα σαρκοβόρα
κι όπως όλα θα χάνονται πριν η μνήμη γυρίσει
με μια λέξη λιγότερη και η νύχτα θα σβήσει.