Την πρώτη μέρα
είδα απ’ το κεφάλι μου να βγαίνουνε φωτιές
και το στόμα μου ξεσπούσε σε κραυγές
σε σάλιο πράσινο, πηχτό.
Τα χέρια μου κουνιόντουσαν
χωρίς να τα ορίζω,
το κορμί μου χτύπαγε στους τοίχους
το δικό του το σκοπό.
Και στην πόρτα απ’ το τζάμι
τα ίδια μάτια με κοιτούσαν
σιωπηλά και απορημένα όταν τα χέρια
βάζαν τις εικόνες σε χαρτιά.
Στο 401, στο 401
Τη δεύτερη κοιτούσα το ταβάνι
σιωπηλός και απορημένος,
παράλυτο το σώμα μου,
στόμα χωρίς μιλιά.
Και το μυαλό να προσπαθεί να βάλει
μια τάξη στις σκέψεις
που σκεφτόμουνα για μια ακόμα μέρα,
που δε γνώριζα πιο πριν.
Και απ’ την πόρτα
τα ίδια μάτια με θάβουν κάθε μέρα
σιωπηλά και περίεργα και εξεταστικά
να παίρνουνε τον πόνο μου, τον βάζαν σε χαρτιά.
Στο 401, στο 401
Ήτανε τα μάτια του γιατρού
που έβαζε σε τάξη δεκάδες μπουκαλάκια
που δεν είχαν ετικέτα στο ντουλάπι.
Κάθε μέρα μόνο απ’τις πληγές μου
τα μπουκαλάκια έφτιαχνε τρελά με ετικέτα
που `γραφε τι έκαναν στα ανθρώπινα κορμιά.
Και `γω πειραματόζωο για τα πειράματα τους,
ο ηλίθιος που δεν ήθελα μια χακί στολή.