Μάρτιος, Τρίκαλα αρχίζει η ιστορία
και βρίσκει μπάρκο το χαμένο μου κορμί
σε ένα πλοίο που το λεν Σάντα Μαρία
κι έχει λιμάνι το ουζερί του Μπελαμή.
Πόλεμος, φτώχια, προσφυγιά και ανταρσία,
σύλληψη, ένα επί δύο το κελί,
με το μπατίρη το Λουκά στην Εγνατία,
μια στεναχώρια κι ούτε μια ζαριά καλή.
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι ο τόπος μου φτυστός
και οι ψυχές του
που όταν πέφτει καταχνιά
κάνουν τον πόνο τους πενιά
και ρίχνουν τις στροφές τους.
Ένας απόκληρος επί διαταράξει,
απ’ την καρδιά μου δίνω τα χρυσά κλειδιά.
Τα δίνω όλα κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
έξω απο τ’ άδικο και κάθε ξενιτιά.
Dieser text wurde 256 mal gelesen.