Δεν καταλάβαινα πολλά ήμουν μικρό παιδί
όμως με το πόνο και τη θλίψη γνωριστήκαμε νωρίς
Έχω μνήμες που με σημαδέψανε για μια ζωή
κι από τότε τρέχει άφθονο το αίμα της ψυχής.
Με θυμάμαι να κοιτάω από το τζάμι τη βροχή
σ’ αρμονία οι σταγόνες της με τα δάκρυά μου
να με τρώει, να με πνίγει ο λυγμός κι ένα γιατί
κι η σιωπή από τη νύχτα να καρφώνει την καρδιά μου.
Όταν ξημέρωνε φοβόμουν εξίσου το φως
και με κάτι σαν χαμόγελο ξεμύτιζα απ’ το σπίτι μου
Ήμουν απόμακρος κι απότομος, καθόμουν μοναχός
τώρα καταλαβαίνω γιατί με φώναζαν αλήτη.
Δεν ήμουνα από `κείνους που καλούσανε στα πάρτι
κι άμα πήγαινα καμιά φορά έφευγα πρώτος
Έμενα μόνος μου και φανταζόμουνα μια αγάπη
που θα δώσει λίγο φως στων ονείρων μου το σκότος.
Κρύο, θλίψη και μουντάδα το δικό μου σχολείο
κι άμα άκουσες τον πρώτο δίσκο το ξέρεις ήδη
με ακουστικά στ’ αυτιά ζεσταινόμουνα απ’ το κρύο
μ’ Active Member, FF.C, Παυλάρα και Καζαντζίδη
Όσο για το στίχο, αυτό το είχα από μικρός
αντί για το μελάνι έσταζε ψυχή η πένα
κι αν μ’ ακούς σε μια γωνιά σαν κριτής αυστηρός
ένα έχω να σου πω, δεν ξέρεις τίποτα για μένα.
Δεν ξέρεις τίποτα για μένα
Εγώ γεννήθηκα εκεί που αντί για γάλα
ήπια αίμα από της μάνας την πληγή.
Πρώτα έμαθα το τέλος και μετά να περπατάω
κι ότι με πλήγωνε βαθιά εγώ έμαθα να τ’ αγαπάω.
Δεν ξέρεις τίποτα για μένα
Το δικό μου σχολείο είν’ τα βράδια που τα πίνω
μόνος μου στο υδραγωγείο
Κι αυτοί οι λίγοι που ακόμα με στηρίζουν δε ρωτάνε
είναι δίπλα μου με ξέρουν και απλά με αγαπάνε.
Έτσι περνούσανε τα χρόνια συντροφιά με μια εικόνα
που και στον εχθρό μου εύχομαι ποτέ να μην τη δει
Από τότε δίνω μάχη σε άνισο αγώνα
και δε γίνομαι σαφής γιατί πονάει πολύ
Μέσα στην πλάνη του αλκοόλ βούτηξα για τα καλά
μ’ είχε κάνει να αισθάνομαι πως είμαι άτρωτος
Εκεί ξεσπούσα, έπαιρνα δύναμη κι ένιωθα καλά
μα όλα έσβηναν ξανά όταν ερχότανε το φως.
Ενός πρώην ανθρώπου κουβαλούσα το κουφάρι
έψαχνα λίγη βοήθεια χωρίς να τη ζητάω
Μαύρες μέρες και χειμώνας στο δικό μου καλαντάρι
με μια αόριστη οργή σ’ όποιον να `ναι να ξεσπάω
Γνώρισα και την αγάπη από όλες τις πλευρές
την όμορφη, την άσχημη και την αρρωστημένη
κι όταν πίστεψα για λίγο πως ήτανε αληθινές
έμεινα μόνος με μια πληγή για πάντα ανοιγμένη.
Όμως στάθηκα στα πόδια μου και βρήκα τ’ αποθέματα
θυμάμαι ήταν Απρίλης και γυρνούσα τα χαράματα
Είπα στον εαυτό μου, Γιάννο τέρμα ρε τα ψέματα
ήρθε η ώρα να κοιτάξεις την αλήθεια σου κατάματα.
Για τέλος άκου κάτι, έτσι για την ιστορία
Ήξερα πάντα ό,τι ξεστόμιζα με πόνο πως θα πλήρωνα
ΜCλίκια δεν πουλάω, ούτε πόζα κι αλητεία.
Τι να κάνουμε δεν είμαι απ’ το Μπρονξ αλλά απ’ το Βύρωνα.
Δεν ξέρεις τίποτα για μένα
Εγώ γεννήθηκα εκεί που αντί για γάλα
ήπια αίμα από της μάνας την πληγή.
Πρώτα έμαθα το τέλος και μετά να περπατάω
κι ότι με πλήγωνε βαθιά εγώ έμαθα να τ’ αγαπάω.
Δεν ξέρεις τίποτα για μένα
Το δικό μου σχολείο είν’ τα βράδια που τα πίνω
μόνος μου στο υδραγωγείο
Κι αυτοί οι λίγοι που ακόμα με στηρίζουν δε ρωτάνε
είναι δίπλα μου με ξέρουν και απλά με αγαπάνε.