Φένια Παπαδόδημα - Η βασιλοπούλα που έγινε παλληκάρι Songtexte
Σαν πήρε την απόφαση να γίνει παλληκάρι
ο κόσμος όλος θαύμασε, πατέρας, συγγενείς,
οι δύο αδελφάδες της, τα δέντρα, τα πουλάκια,
ο ουρανός με τ’ άστρα του, η θάλασσα κι η γη.
Βασιλοπούλα ήτανε μια απ’ τις τρεις τις κόρες
του βασιλιά που γέροντας κι ανήμπορος μαζί
έπρεπε ν’ ανασκουμπωθεί στον πόλεμο να πάει
γιατί θα έχανε μαζί και θρόνο και τιμή.
Οι άλλες δυο λουφάζανε, κάναν τις λυπημένες,
κοιμόνταν κι ονειρεύονταν για γάμους και προικιά,
μα η τρίτη η μικρότερη, που το `λεγε η καρδιά της
ντύθηκε άντρας όμορφος και ζωστηκε σπαθιά.
Και πήγε και πολέμησε και κέρδισε τη μάχη
κι εκεί μέσα στη φούρια της και στο θανατικό,
γνώρισε βασιλόπουλο, άξιο και ζηλεμένο
και συντροφιά γυρίζανε στο σπίτι του κι οι δυο.
Εκείνος το κατάλαβε πως είναι κοριτσάκι
και το `πε και της μάνας του πως θα την παντρευτεί.
Κανείς δεν τον επίστεψε μα για να σιγουρέψουν
τους βάλανε να κοιμηθούν στο στρώμα του μαζί.
Όμως μια και μυρίστηκε την πονηριά η κόρη
σηκώθη και κατέκλυσε στην άκρη στην αυλή
κι όταν ερόδισε η αυγή χάθηκε από την πόλη
κι εκείνος από έρωτα κίνησε να τη βρει.
Εντύθηκε πραματευτής, ντύθηκε γυρολόγος
δάση, ρουμάνια διάβηκε, ποτάμια και βουνά.
Σαράντα νύχτες κούρνιασε στου κάστρου της την πύλη
ώσπου μες στο παλάτι της τρύπωσε στα κρυφά.
Με πονηριά την έκλεψε, στη μάνα του την πάει
κι η κόρη απ’ το γινάτι της πέφτει σε σιωπή.
Ξανά μιλιά δεν έβγαλε απ’ το ροδόστομό της,
απόμεινε η καψερή βουβή, χωρίς φωνή.
Η πεθερά της θύμωσε, του βρίσκει άλλη γυναίκα
και πάνε να στεφανωθούν με δόξα και τιμή,
φοράνε όλοι τα χρυσά, κρατούν και τις λαμπάδες
και παίρνουνε και τη βουβή μαζί στην τελετή.
Αφήνει η κόρη τη φωτιά το χέρι της να κάψει
γυρνάει η νύφη του γαμπρού και λέει της βουβής:
"Καις βρε μουγκή το χέρι σου;" κι η κόρη αστροπελέκι:
"Εσύ ευθύς να βουβαθείς και να ξεκουμπιστείς".
Έτσι η αγάπη κι ο σεβντάς τον κόσμο ανασκαλεύουν,
τα παραμύθια συντηρούν, μαγεύουν την καρδιά
κι έτσι το βασιλόπουλο και η βασιλοπούλα
σε μια φωλιά φωλιάσανε, τρυγόνια ζηλευτά.