Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δώσε κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Κι όπως το `γραψαν οι μοίρες
να διαβούν τούτες τις πύλες
και με κοφτερό της σμίλης
να `χουν την δροσιά μιας κρήνης.
Το φεγγάρι συντροφιά μου
και τις τρεις στην αγκαλιά μου
γύρνα πίσω στα παλιά
φύσα αγέρα στα πανιά.
Κάποτε, σ’ αυτό το εργαστήρι λοιπόν που έφτιαχνε τις κούκλες έγινε κάτι περίεργο.
Τη νύχτα, μόλις οι μαστόροι και οι μαστόρισσες σχόλασαν απ’ την δουλειά τους,
οι κούκλες ζωντάνεψαν, γίνανε ανθρώπινα πλάσματα και ζήσανε μια ιστορία παράξενη,
μια ιστορία που την είχαν αποφασίσει οι τρεις μοίρες,
η Κλωθώ, η Άτροπος και η Λάχεσις που όλα τα αποφασίζουν από πριν για τους ανθρώπους
και που μπορούν να διευθύνουν τις τύχες τους.