Στο μεταξύ, σε μια άλλη χώρα ζούσαν δυο αδελφές με τον πατέρα τους.
Την μια την λέγανε Μαργεντίνη, ήταν καλή και σεμνή.
Η αδελφή της όμως ήταν εγωίστρια και ζηλιάρα
γιατί ήταν άσχημη και κανείς δεν την ήθελε.
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό, δυο κόρες πήγαν για νερό.
Γοργά να πας γοργά να `ρθεις
και την ευχή μου να `χεις
κι από της βρύσης το νερό
κι εμέ να ξεδιψάσεις.
Γοργά να πας γοργά να `ρθεις
και πίσω σαν θα φτάσεις
μια στάλα δροσερό νερό
στα χείλη μου να στάξεις.
Γοργά να πας γοργά να `ρθεις
λαγήνι να γιομίσεις
κι απ’ το νερό το δροσερό
κι εμένα να δροσίσεις.