Οψές απού `πινα ρακές με κάποιο σύντεκνό μου
γαέρνω, θωρώ πίσω μου δυο μάθια, δυο ματάκια
γιαγέρνω στο δικό μου "Σηφάκη, είν’ ομορφούλα!"
"Κι αμ’ ίντα;" μ’ αποκραίνει κι ετσά αρχίσαν ούλα
Τότες εγώ εξάμωσα για να τη μαγνητίξω
τέθοια `ναι χούγια ζόρικα που κάμουν στη Σητεία
μα το Θεό σας λέγω, δε κάμαμε χαΐρι
δε μου `δινε καμία, διάλε τη σημασία
Όπως καλά γροικάτε το κιαολιάς δε με φελούσε
αλλά εγώ ξακλούθαγα να τη θωρώ του κάκου
ο σύντεκνος μουρμούραγε: "Μανούσο, σου μιλάω
Για πες μου ίντ’ απόκαμες;" "Πράμα" του απαντάω
Σε μια στιγμή τα μάθια τζη στραφαίναν πέρα δώθε
και τα δικά μου απάντηξαν σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα κι εθάρρουνα: "Θε μου, εμένανε ξανοίγει"
όμως εκείνη ζήτουνε να πάει ν’ αποπατήσει
Διάλε, τσ’ αποθαμένους τζη και θα με κουζουλάνει
για λόγου τζη απολείπομαι κι αυτή δε το κατέει
Όφου, αεράκι να `μουνα, καπνός από `να μπάφο
στο μπέτη τζη να χώνουμαι κι εκείνη ας μη με θέλει
Διάλε, τσ’ απολιμάρες τζη και θα με κουζουλάνει
κατάρα απού τηνε θωρεί κι απού τηνε γυρεύει
μ’ ανάθεμά ντον πιότερο απού τηνε βατεύει
κι απλώνει τζι χερούκλες του, τον πούστη θα τον σφάξω...