Πού πας αφέντη μέρμηγκα και πάλι μέρμηγκα,
γιέμ, πού πας, που πας κατακαημένε
με τ’ αλέ τ’ αλέτρι φορτωμένε;
Θα πάω απάνω στη Bλαχιά, ο μαύρος στη Bλαχιά
για να φκιάξω έν’ αμπελάκι
σαν το περιβολάκι.
Tο τρύγησα, το πάτησα ο μαύρος το πάτησα,
γεμίζω τρεις βαρέλες
σαν τις όμορφες κοπέλες.