Κάποτε πήγα κι εγώ,
μια τρελή να παντρευτώ,
μια γυναίκα ουρλιαχτό.
Που στο γάμο εμφανίστη,
με μαύρο νυφικό κι ουίσκι,
κόντεψα να τρελαθώ.
Με έκανε να νιώθω,
σαν μπάσταρδο παιδί και νόθο,
μα την αγαπώ τρελά.
Φορούσε πάντα μαύρα,
κι έμοιαζε με μαύρη γάτα,
ήταν ίδια η συμφορά.
Η νύφη που φορούσε μαύρα,
και αγαπούσε τα σκοτάδια,
αλλά μπορούσε να σε φωτίσει,
μ’ ένα φιλί της να σ’ αναστήσει.
Έλα πίσω τώρα,
μ’ έχει πάρει η κατηφόρα,
και μπροστά μου είν’ ο γκρεμός.
Μ’ έχει πάρει από κάτω,
σήκωσέ με από τον πάτο,
τώρα όσο είναι καιρός.
Σε μισώ μα και σε θέλω,
το κεφάλι μου φουρνέλο,
που μου καίει το μυαλό.
Θέλω τα φτερά μου πίσω,
θα `ρθω να σε κυνηγήσω,
δε σταματάω, πριν να σε βρω.
Η νύφη που φορούσε μαύρα,
και αγαπούσε τα σκοτάδια,
αλλά μπορούσε να σε φωτίσει,
μ’ ένα φιλί της να σ’ αναστήσει.
Κάποτε πήγα κι εγώ,
μια τρελή να παντρευτώ,
μια γυναίκα ουρλιαχτό.