Γιαγιάκα μου σ’ είδα ξανά
μετά από τόσους μήνες.
Που `ναι τα χρόνια τα παλιά,
οι μέρες που `ναι κείνες;
Στα μάτια αν δεν είναι, στο μυαλό,
στο άγιο σου το δέρμα,
που ήπιες τη γη, τον ουρανό,
τη θάλασσα ως το τέρμα.
Πάλι εκεί έξω τι κοιτάς
πέρα απ’ το παραθύρι
κι όλο το βλέμμα σου κολλάς
στη γλάστρα, στο ποτήρι;
Που τρέχει ο τσακισμένος νους,
τώρα τι συλλογιέσαι
κι εμάς τις κόρες σου, τους γιούς,
τα εγγόνια σου απαρνιέσαι;
Γιαγιάκα μου, τι με κοιτάς,
δε με αναγνωρίζεις
και μες στις λέξεις τις τρελές
τι λόγια μου ψελλίζεις;
Σε μια καρέκλα -σίδερο-
είσαι καθηλωμένη.
Το βλέμμα σου είναι ήμερο,
το χέρι σου όλο τρέμει.
Σα να μας αποχαιρετάς
καθώς αστεία σου λέμε
και σα μωρό όταν μας γελάς,
γελάμε, σα να κλαίμε.
Πέτα στον ουρανό ψηλά
και στα λιβάδια τρέξε,
νιώσε την αύρα στα μαλλιά
και με τον ήλιο παίξε!