Αφού ηττηθείς
είσαι έτοιμος σ’ αυτήν να παραδοθείς
θες απλώς από τα λάθη των άλλων να σωθείς
απ’ τους δαίμονες που σε καταδιώκουν θες να απαλλαχτείς
πριν να προδοθείς
απ’ όσα αγάπησες
ανίκανος να αντισταθείς, κοιτάζεις γύρω σου
θέλοντας από κάπου να κρατηθείς
ημιμαθής και αιώνιος εραστής
στον πυρετό της ζεις αγχωμένος μη έχοντας σώας τας φρένας κι αδιόρθωτος πότης.
Όλη τη μέρα με νεύρα μετρώντας τις ώρες ως τη στιγμή που θα παραμυθιαστείς
έχεις σαπίσει.
Τρελαίνεσαι διαρκώς
σε κόσμους που σου πλάθει εκείνη,
κι εκείνη σε έχει παρατήσει για να μη βρεθεί συνένοχη.
Λίγο πριν τη τελευταία σου χρήση
παγωμένοι οι τύχη,
νεκρό το μυαλό
παραιτείται από κάθε πρόθεση να αναζητήσει τη λύση.
Είναι ανώφελο...
Στα μονοπάτια που τυφλά βαδίζεις κυνηγάς φαντάσματα απ’ το παρελθόν.
Κουτάλι, βελόνα,
πουλάς τα πάντα προκειμένου να αποκτήσεις μια δόση χειμώνα
διπλωμένος, σαν άχρηστο παλτό πεταμένο στην άκρη γεμάτο μπαλώματα.
Όνειρα λευκά σου κρατάν συντροφιά μηδενίζοντας τους παλμούς σου
ως τα ξημερώματα...
Στον πυρετό της χαρμάνας, ιδρώνεις, πονάς,
νιώθεις πως τα κόκκαλά σου σπάνε.
Όνειρα λευκά σε αυτούς που διαλέξαν εν σώματι στη κόλαση να πάνε