Μικρούς μας βρήκε η ζωή, βατούς, μα τ’ όνειρο θεόρατους,
αιχμάλωτους στους ουρανούς στη φάρσα και τη φόρα τους.
Πάλλεται η φύση μας, διψάει, κι έχει ψυχή αξεπέραστη,
για έρωτες χρόνια τραγουδάει μα αργοπεθαίνει ανέραστη.
Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί από παντού αβοήθητη,
απλώνει χέρια σαν σκορπιός και γίνεται ανήθικη.
Δεν ξέρω τι ν’ αρνηθώ, ποιο δάκρυ να πιώ,
ποιο αλάλητο αηδόνι να ψάξω.
Παίρνει κι ισιώνει πια η εγγενής μου λόξα,
γλιστράω όπου φτύνω κι άλλη ψάχνω θεωρία,
σφιχτά τυλίγω στο λαιμό μου ουράνια τόξα,
με μετρονόμους ψυχής τηρώ κανόνες γιορτής,
μεταλλαγμένης φυλής...
Μέταλλα και γυαλιά στιλπνά, χρυσά στις πόρτες πόμολα,
Γυαλιστερά μυαλά, ομαλά, γεμάτα πάθη ανώμαλα.
Πόθους αλέγκρο έχω, μα με μπαλάντας τέμπο σέρνομαι,
εύκολα βρίσκω το προφίλ μα στο ανφάς μπερδεύομαι.
Η αγάπη έχει ανακωχές κι αργές στροφές αήττητες,
μα οι λεπτοδείκτες μου γυρνούν πια, με τρελές ταχύτητες .
Δεν ξέρω τι ν’ αρνηθώ, ποιο δάκρυ να πιω,
ποιο αλάλητο αηδόνι να ψάξω.
Παίρνει κι ισιώνει πια η εγγενής μου λόξα,
γλιστράω όπου φτύνω κι άλλη ψάχνω θεωρία,
σφιχτά τυλίγω στο λαιμό μου ουράνια τόξα,
με μετρονόμους ψυχής τηρώ κανόνες γιορτής,
μεταλλαγμένης φυλής...
Η δύση μου έχει ανατολές κι η ανάγκη μου περίσσευμα,
η πίστη μου έχει αναστολές κι η αλητεία μου θρήσκευμα.
Άρδην αλλάζω το σκοπό, με άλλες αρχές υφαίνομαι
και το κατώφλι μου περνώ, υπάρχω μόνο αν φαίνομαι.