Μὴν κλαὶς, μὴν κλαὶς καλὴ
τὶς μέρες ποὺ πέρασαν:
εἴτανε νὰ τὸ ξέρης δῶρο τῶν θεῶν
Η γῆ σιγᾶ καὶ πρὶν ἀκόμη ὁ ἥλιος
ποὺ τόσο ἀγαπᾶμε σβήση
καὶ δὲν σκοπεύει πιὰ γιὰ μᾶς νὰ ξαναβγῆ
θὲ νὰ σὲ πάρω
γιὰ νὰ προχωρήσουμε
ἀπ’ τὸ λεπτὸ χεράκι
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ μνημεῖο ἐκεῖ πέρα
θ’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα καὶ θὰ μποῦμε:
ἐκεῖ θὲ νὰ σὲ πάρω ἀγκαλιὰ
κι’ ἀγκαλιασμένοι ἔτσι μιὰ γιὰ πάντα
θὰ χαθοῦμε
μεσ’ στῆς Δευτέρας Παρουσίας
τὰ πολύχρωμα γυαλιὰ
Dieser text wurde 370 mal gelesen.